Παρασκευή 4 Μαΐου 2018

Περήφανος μπορείς να νιώθεις μόνο όταν δεν συγκαταλέγεσαι στα παιδιά του κομματικού σωλήνα.

Ανήκω σε εκείνους που πιστεύουν ότι οι μικρές ιστορίες της πραγματικότητας έχουν ιδιαίτερα παιδαγωγικό χαρακτήρα. Ιδίως μάλιστα όταν οι ιστορίες αυτές είναι ανόθευτα συνδεδεμένες με την καθημερινότητα που ζούμε όλοι μας και έχουν να μας πουν κάτι, να μας κάνουν να δούμε τα πράγματα κάπως διαφορετικά. Θα σας διηγηθώ λοιπόν μια ιστορία -ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα μέχρι κεραίας- που είχα την τύχη να ζήσω πριν λίγα χρόνια ως πρωτοετής φοιτητής της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιου.

Ήταν ένα όμορφο ανοιξιάτικο απόγευμα όταν σχολούσαμε από τα μαθήματά μας∙ ο τρίτος όροφος της Νομικής έσφυζε από φοιτητές που απολάμβαναν το διάλλειμά τους ή ετοιμάζονταν να διώξουν από πάνω τους την κούραση μιας δύσκολης και ιδιαίτερα ζεστής Δευτέρας. Όλα κυλούσαν κατά το πρωτόκολλο της συνήθειας και κανείς δε μπορούσε να φανταστεί ότι κάτι θα μπορούσε να διαταράξει τη νηνεμία της ακαδημαϊκής ρουτίνας. Έτσι λοιπόν περπατούσα κι εγώ προς την ελευθερία μου, χαιρετώντας καλούς φίλους και γνωστούς, ανυπόμονος να κατέβω τα σκαλιά και να αναχωρήσω προς το σπίτι.

Δεν πρόλαβα να σηκώσω το κεφάλι απ’ το έδαφος. Τέσσερις περίεργοι τύποι ένιωθα να έρχονται καταπάνω μου. Όπως αμέσως αποδείχτηκε στόχος δεν ήμουν βέβαια εγώ, αλλά ο τοίχος πίσω μου. Σε κλάσματα δευτερολέπτου εφορμούν προς τα κατάλευκα ντουβάρια, ψαχουλεύουν τις φθαρμένες τσάντες τους και αρχίζουν να επιδίδονται σε μία άνευ όρων και ορίων λεηλασία. Τα σπρέι τους έφτυναν τους τοίχους με συνθήματα που δεν μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Όσο νόημα μπορεί να βγάζει η φράση «η μάνα μου είναι gay» και «γαμι@εται το σύστημα» τόσο μπορούσα να συγκρατήσω την οργή μου. Ήταν μάλιστα μια πολύ γενναία φίλη που είχε το θάρρος να κάνει ό,τι θα έκανε ένας σοβαρός και σκεπτόμενος άνθρωπος. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα που άπλωσαν χέρι πάνω της και τη χτύπησαν.

Ο πανικός που ακολούθησε δεν περιγράφεται. Οι μαυροντυμένοι «φίλοι» μας ήταν αμετανόητοι. Όχι μόνο ως προς την εμμονή τους να κάνουν ότι γουστάρουν γιατί το νομιμοποιούσαν οι δήθεν αγαθές προθέσεις τους αλλά κυρίως γιατί το θέμα για αυτούς δεν χωρούσε συζήτηση παρά μόνο τυφλή ανυπακοή στους πάντες και στα πάντα. Εκεί λοιπόν αρκετοί φοιτητές συνειδητοποιήσαμε ότι δεν πάει άλλο. Αυτό το πράγμα δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Έπρεπε απέναντι σ’ αυτή την άγονη και κούφια αντίδραση να υπάρξει μια εποικοδομητική και θετική δράση. Συμφωνήσαμε λοιπόν εκεί που οι άλλοι βάψανε το μίσος τους με σπρέι εμείς να ξαναβάψουμε τους τοίχους. Όχι όπως ήταν αλλά όπως θα έπρεπε να ήταν.

Μαζευτήκαμε διάφοροι άνθρωποι, χωρίς καμία σχέση μεταξύ μας, κάποιοι δεν γνωριζόμασταν καν, και πήραμε την πρωτοβουλία να συνεννοηθούμε με τους αρμόδιους της Σχολής για να βάψουμε τους τοίχους. Συμφωνήσαμε να βάψουμε τη σχολή μετά από λίγες μέρες. Πήραμε τα άσπρα χρώματα, τα οποία μας διέθεσαν δωρεάν, και ήμασταν έτοιμοι να περάσουμε την κεντρική είσοδο της σχολής. Οι τύποι ήταν εκεί, μας περίμεναν κρατώντας στα χέρια μαύρες μπογιές.

Ό,τι κι αν κάναμε ήταν έτοιμοι να το μουτζουρώσουν. Ό,τι κι αν θέλαμε εκείνοι ήθελαν το αντίθετο. Έτσι τυφλά, απλά για να νιώσουν την ικανοποίηση του δικού μας ανικανοποίητου. Σκεφτήκαμε με γενναιότητα και σωφροσύνη και δεν τους κάναμε τη χάρη. Οι τοίχοι βάφτηκαν αργότερα μπορεί όχι από εμάς αλλά με τη δική μας πίεση, ακόμα κι αν κάποιοι προσκείμενοι σ’ αυτούς διατυμπάνιζαν «σπάστε στο ξύλο τους -δήθεν- πασπίτες αλλά μην πειράζετε τις αφίσες των αγωνιστών», ακόμα κι αν το αδιέξοδο πείσμα τους χτυπούσε με φόρα πάνω στα κλειστά μυαλά τους.

Για εμένα τότε γεννήθηκε η αξία της συμμετοχής. Η αξία της θετικής δράσης.
Άσχετα από κομματικές παρωπίδες, από ιδεολογήματα, από εξυπηρετήσεις κομματικών συμφερόντων και από το αίσθημα του επαρχιωτικού παραγοντισμού των καλησπεράκηδων που θυσιάζονται ως πρόβατα επί σφαγή στις κιμαδομηχανές των κομματικών μηχανισμών ή των νοσηρών τους ιδεοληψιών τους.

Γι’ αυτό και νιώθω πραγματικά περήφανος που δεν συγκαταλέγομαι στα παιδιά του κομματικού σωλήνα.

Και ας γράφουν για περηφάνια οι δαπίτες που που τρώνε περισσότερες χυλόπιτες και από τις κατά τα άλλα συμπαθείς κοπέλες που ζητούν μηχανικά να μας αρωματίσουν -όπως συμβαίνει στην πλατεία Ναβαρίνου…
Νιώθω πραγματικά ευτυχισμένος και πλήρης που αφιέρωσα τον εαυτό μου εκτός από τον αγαπημένο κόσμο των θεωρίας και των ιδεών, πρωτίστως στον κόσμο της πραγματικότητας, στα προβλήματα και στο καμίνι που βράζουμε και ζούμε όλοι.
Γιατί άλλωστε η μόνη θεωρία που νομιμοποιούμαστε να υιοθετούμε είναι εκείνη που ευθυγραμμίζεται με την πράξη. 
Αυτό έμαθα, αυτό έκανα και αυτό θα κάνω πάντα. Και ξέρω καλά πως αυτό κάνουν και γι' αυτό αγωνίζονται κι άλλοι σαν κι εμένα, πολύ καλύτεροι από εμένα, πολύ πιο δραστήριοι απ' ότι εγώ. 

Γιατί εμείς, κι εκεί είναι το βάρος στο «εμείς», είμαστε φτιαγμένοι από άλλο ύφασμα. 

Και κάποιοι ας χαίρονται που η μόνη αλλαγή που έκαναν ποτέ ήταν αυτή στις αφίσες των παρατάξεών τους και στα τραπεζάκια τους.