Είμαστε οι επιθυμίες των άλλων. Λειτουργούμε σκεπτόμενοι την αόρατη επιρροή τους, πράττουμε αναλογιζόμενοι το καθρέφτισμά μας στα μάτια τους. Προσπαθούμε να ψαρέψουμε από το συλλογικό φαντασιακό όσα, αφού πρώτα μαντέψουμε διαισθητικά, ελκύουν τα βλέμματα των διαφορετικών αλλά εν πολλοίς ομοιογενών «εσύ». Γιατί το «εσύ» είναι στην ουσία του ένα άλλο «εγώ». Όχι πως αυτό είναι κατ’ ανάγκη κακό αλλά συνήθως ετεροεκφράζεται από τα δήθεν άμωμα «υπαρκτά-ανύπαρκτα» ως τέτοιο. Όλες μας οι συναισθηματικές απολήξεις αναζητούν την τροφοδότηση του δικού μας «εγώ» από αυτό το άλλο «εσύ». Αναζητούν την πρόσθεση μας με την άλλη αφαιρετική μονάδα –αυτό είναι άλλωστε ο έρωτας, αν και η διαποίκιλση αυτή είναι ουσιαστικά σπανιότερη. Όμως η σχέση μεταξύ της αυτοπραγμάτωσης του «εγώ» από την επιδοκιμασία και την μίμηση των υπολοίπων «εσύ» μοιάζει τόσο ριζική, τόσο αναλλοίωτη όσο η ίδια η σχέση του ανθρώπου με την ύπαρξή του. Το φύσει κοινωνικό ζώο του Αριστοτέλη. Σκεφτείτε όμως και κάτι ποιοτικά σημαντικό. Αφού μιμούμαστε ο ένας τον άλλον –κι αν πιεζόμαστε να μην το κάνουμε είναι γιατί ζηλεύουμε- έχοντας ως σκοπό τη συλλογική αυτοπραγμάτωση ως άθροισμα των επιμέρους ατομικών, το πραγματικό περιεχόμενο των μιμητικών μας πράξεων ποιο είναι; Ποιος είναι ο καρπός, το κτήμα και το αποτέλεσμα όταν σπάσουμε το κέλυφος; Με άλλα λόγια το ερώτημα αν ακονισθεί –μάλλον επαρκώς- είναι αυτό: Ποια είναι η ποιότητα της σύγχρονης κοινωνικής αλληλεπίδρασης και στην ουσία πως αυτή συμβάλλει όχι μόνο στην αυτοεξέλιξή της αλλά κυρίως στην μη ακόμη εμφανισθείσα αλλά υπόρρητη επιρροή της στη συλλογική και ατομική μας πραγματικότητα; Η πιο εύκολη απάντηση, μἀλλον η πιο αβίαστη, είναι να πούμε πως η ποιότητα της δυαδικής σχέσης κρίνεται ad hoc από την ποιότητα των λειψών υποκειμένων που τη συστήνουν. Αυτό βέβαια και μας είναι χρήσιμο, αλλά για τη μικρή κλίμακα. Στις άλλες, στη μεσαία και στη μεγάλη, η διαπλοκή γίνεται πιο πολύπλοκη. Οι δυαδικές σχέσεις γίνονται υπερδυαδικές και κυρίως εκθετικές. Ιδιομορφοποιούνται, αλλοιώνονται και μεταβάλλονται ανασυνθέτοντας το περιεχόμενό τους. Η κρισιμότητα όλων γίνεται αντιληπτή αν σκεφτούμε ακριβώς αυτό, το περιεχόμενό τους. Αν τα κακά πολλαπλασιάζονται ευκολότερα απ’ ότι διαλύονται και διαιρούνται και μάλιστα διατηρούνται στο συνειδητό ως βολική και βελούδινη πλάνη τότε είναι που το συλλογικό φαντασιακό γίνεται τοτέμ παρακμής. Η σημερινή πολιτισμική παρακμή δεν είναι παρακμή μονάχα των ανθρώπων να σταθούν άνθρωποι αλλά κυρίως των ανθρώπων να σταθούν άνθρωποι δίπλα σε άλλους ανθρώπους. Κι απ΄ όλο το πλαίσιο αυτό ξεπηδά η αξία της όρθιας διανθρωπικότητας που στον πυρήνα της δεν είναι παρά διαφορετικότητα με παρονομαστή τον σεβασμό στον άνθρωπο. Βάση και υπομόχλιό της είναι η ατομικότητα ως μοναδιαία, αυτόφωτη και αυθυπόστατη παραγωγός άλλων αξιών και εθισμών. Έτσι αποκτά νόημα η σχέση, όταν τα σχεσιακά υποκείμενα είναι πρώτα από όλα διακριτά και αντισυγκεχυμένα. Η μοναχικότητα –όχι η μοναξιά- εκτός από επιλογή είναι απαραίτητη προϋπόθεση αυτοσυνειδησίας, δηλαδή γνώσης πάνω στη γνώση του «εγώ». Κι έρχεται εδώ –νομίζεις μαγικά- σαν ερωτική ολοκλήρωση άφταστης ηδονής ο ετεροπροσδιορισμός, η αντιαπαραβολή με τους άλλους, και ρίχνει κι αυτή νερό στο μύλο της αυτογνωσίας. Αν δηλαδή επιλέγω να είμαι μοναχικός το κάνω για να καταλάβω καλύτερα ποιος είμαι, τι θέλω, πως λειτουργώ αλλά και για να λειτουργήσω καλύτερα όταν δε θα είμαι μόνος. Η μάζα όμως τρέμει, φοβάται να είναι μόνη της. Έχει αγκυλωμένη την επιθυμία -σαν που νομίζει ότι είναι ανάγκη!- να νιώθει τα χνώτα των άλλων πάνω της∙ ακριβώς γιατί δεν τη νοιάζει η αποκόλληση της, η αυτεπίγνωση των μερών της. Δεν την νοιάζει και ποτέ δεν την ένοιαζε η ανεξαρτησία του σκέπτεσθαι και του πράττειν, και γι’ αυτό πάντα πέθαινε άεργη∙ γιατί κυνηγούσε την ουρά της. Από ‘δω είναι μάλιστα που πηγάζει η πιο άμετρη αγκύλωση∙ η –δήθεν- αυτονόητη ετεροβαρής υποχρέωση του «εσύ» να θυσιάζεται για την αυτοπραγμάτωση του «εγώ», ακυρώνοντας πολλές φορές την ίδια την αυτοπραγμάτωση του. Αυτή είναι η επιτομή και η συμπερίληψη της εκφυλιστικής συντηρητικής στασιμότητας. Και εδώ ακριβώς βασίζεται το ότι οι ανθρώπινες σχέσεις ζυγίζονται και εξαρτώνται από τη στάση που κρατά ο λιγότερο ενδιαφερόμενος. Γι’ αυτό πάντα η διαντίδραση των ωριμασμένων «εγώ» θα χαράσσει και θα χαλυβδώνει τη μεταξύ τους σχέση –από φιλική έως ερωτική- και θα αφήνει τα σημάδια της όχι πάνω μας αλλά πίσω μας. Ουαί και αλλοίμονο σ’ όσους κατάλαβαν τη δύναμή του «εγώ» τους και δεν τη στρέφουν πλέον στα μάτια των άλλων «εσύ» αλλά στις πλάτες τους.-